ματαιοφροσύνη

ματαιοφροσύνη
η
ματαιοδοξία, ανοησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ματαιοφροσύνη — η (ΑM ματαιοφροσύνη) [ματαιόφρων] το να σκέφτεται κανείς άσκοπα και ανόητα πράγματα, ματαιοδοξία …   Dictionary of Greek

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • κενεοφροσύνη — κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενεόφρων] κενοφροσύνη*. ματαιοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • κουφοδοξία — κουφοδοξία, ἡ (Α) ματαιοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + δοξία (< δοξῶ / δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία, ορθο δοξία] …   Dictionary of Greek

  • ματαιοδοξία — η [ματαιόδοξος] 1. έπαρση για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενοδοξία, ματαιοφροσύνη 2. επιδίωξη μάταιης δόξας, που δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά χαρίσματα ή προσόντα …   Dictionary of Greek

  • σεμνοτυφία — η, ΝΑ νεοελλ. προσποιητή σεμνότητα, ψευδής αιδημοσύνη αρχ. κενή σοβαρότητα, ματαιοφροσύνη, σοβαροφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός βλ. λ. + τῦφος «αλαζονεία» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”